- παρεμβατικός
- -ή, -όαυτός που παρεμβαίνει, που επεμβαίνει, που μεσολαβεί: Ο ρόλος της τράπεζας στη συγκράτηση των τιμών του χρηματιστηρίου είναι παρεμβατικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.