παρεμβατικός

παρεμβατικός
-ή, -ό
αυτός που παρεμβαίνει, που επεμβαίνει, που μεσολαβεί: Ο ρόλος της τράπεζας στη συγκράτηση των τιμών του χρηματιστηρίου είναι παρεμβατικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεμβατικός — ή, ό [παρεμβαίνω] 1. παρενθετικός, μεσολαβητικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέμβαση ή διενεργεί παρέμβαση 3. χαρακτηριστικός τής παρέμβασης ή τού παρεμβατισμού («παρεμβατική πολιτική») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”